Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
ἤρκεσε
View word page
ἤρατο
3 sing. contr. aor. mid. ἀείρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἤρατο
Headword (normalized):
ἤρατο
Headword (normalized/stripped):
ηρατο
IDX:
4627
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4628
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. contr. aor. mid. ἀείρω.</p>'}