Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἤπειρος
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
ἤριπε
View word page
ἠράς (σ̓ατο

3 sing. aor. ἔραμαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠράς (σ̓ατο
Headword (normalized):
ἠράς (σ̓ατο
Headword (normalized/stripped):
ηρας (σατο
IDX:
4626
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4627
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἔραμαι.</p>'}