Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
ἤρικε
ἠρίον
View word page
ἤραρε

3 sing. aor. ἀραρίσκω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤραρε
Headword (normalized):
ἤραρε
Headword (normalized/stripped):
ηραρε
IDX:
4625
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4626
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀραρίσκω.</p>'}