Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἤπαφε
ἠπεδανός
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
ἦρι
ἠριγένεια
View word page
ἠπύω
(ἐπ-.)
ShortDef
to call to, call on, call
Debugging
Headword:
ἠπύω
Headword (normalized):
ἠπύω
Headword (normalized/stripped):
ηπυω
IDX:
4623
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4624
Key:
Data
{'content': '<p>(ἐπ-.)</p>'}