Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἕως
ἧπαρ
ἤπαφε
ἠπεδανός
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
ἤρηρει
ἠρήρειστο
View word page
ἤπιος
-η, -ον.
ShortDef
gentle, mild, kind
Debugging
Headword:
ἤπιος
Headword (normalized):
ἤπιος
Headword (normalized/stripped):
ηπιος
IDX:
4621
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4622
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον.</p>'}