Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἠοῖος
ᾔομεν
ἕως
ἧπαρ
ἤπαφε
ἠπεδανός
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
ἠρᾶτο
ᾕρεε
View word page
ἠπεροπεύω
ShortDef
to cheat, cajole, deceive, cozen
Debugging
Headword:
ἠπεροπεύω
Headword (normalized):
ἠπεροπεύω
Headword (normalized/stripped):
ηπεροπευω
IDX:
4619
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4620
Key:
Data
{'content': ''}