Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλίαστος
ἀλίγκιος
ἁλιεύς
ἁλιμυρήεις
ἅλιος
ἅλιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἅλις
ἁλίσκομαι
ἀλιταίνω
ἀλιτήμων
ἀλιτρός
ἄλκαρ
ἀλκή
ἄλκιμος
ἀλκτήρ
ἀλκυών
ἀλλά
View word page
ἅλις

(ϝάλις)

[ἀλ-, (ϝ)είλω.]

ShortDef

in heaps, crowds, swarms, in abundance, in plenty

Debugging

Headword:
ἅλις
Headword (normalized):
ἅλις
Headword (normalized/stripped):
αλις
IDX:
461
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.462
Key:

Data

{'content': '<p>(ϝάλις)</p> <p>[ἀλ-, (ϝ)είλω.]</p>'}