Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἤνωγον
ἦξε
ἠοῖος
ᾔομεν
ἕως
ἧπαρ
ἤπαφε
ἠπεδανός
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
ἤραρε
ἠράς (σ̓ατο
ἤρατο
View word page
ἠπεροπεύς

[ἠπεροπεύω.]

ShortDef

a cheat, deceiver, cozener

Debugging

Headword:
ἠπεροπεύς
Headword (normalized):
ἠπεροπεύς
Headword (normalized/stripped):
ηπεροπευς
IDX:
4617
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4618
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ἠπεροπεύω.]</p>'}