Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἤνυσε
ἠνώγεα
ἠνώγεον
ἤνωγον
ἦξε
ἠοῖος
ᾔομεν
ἕως
ἧπαρ
ἤπαφε
ἠπεδανός
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
ἤρ
View word page
ἠπεδανός
[prob. for ἀ-πεδ-ανός fr. ἀ-1 + πεδ-, ποδ-, πούς. Not firm on the feet. Cf. ἔμπεδος.]
ShortDef
weakly, infirm, halting
Debugging
Headword:
ἠπεδανός
Headword (normalized):
ἠπεδανός
Headword (normalized/stripped):
ηπεδανος
IDX:
4614
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4615
Key:
Data
{'content': '<p>[prob. for ἀ-πεδ-ανός fr. ἀ-1 + πεδ-, ποδ-, πούς. Not firm on the feet. Cf. ἔμπεδος.]</p>'}