Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἧντο
ἤνυσε
ἠνώγεα
ἠνώγεον
ἤνωγον
ἦξε
ἠοῖος
ᾔομεν
ἕως
ἧπαρ
ἤπαφε
ἠπεδανός
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
ἠπιόδωρος
ἤπιος
ἠπύτᾶ
ἠπύω
View word page
ἤπαφε
3 sing. aor. ἀπαφίσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἤπαφε
Headword (normalized):
ἤπαφε
Headword (normalized/stripped):
ηπαφε
IDX:
4613
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4614
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἀπαφίσκω.</p>'}