Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἠνορέη
ἦνοψ
ἤντεον
ἤντετο
ἧντο
ἤνυσε
ἠνώγεα
ἠνώγεον
ἤνωγον
ἦξε
ἠοῖος
ᾔομεν
ἕως
ἧπαρ
ἤπαφε
ἠπεδανός
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
ἠπεροπεύω
View word page
ἠοῖος

-η, -ον

[ἠώς.]

ShortDef

morning

Debugging

Headword:
ἠοῖος
Headword (normalized):
ἠοῖος
Headword (normalized/stripped):
ηοιος
IDX:
4609
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4610
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[ἠώς.]</p>'}