Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἦνον
ἠνορέη
ἦνοψ
ἤντεον
ἤντετο
ἧντο
ἤνυσε
ἠνώγεα
ἠνώγεον
ἤνωγον
ἦξε
ἠοῖος
ᾔομεν
ἕως
ἧπαρ
ἤπαφε
ἠπεδανός
ἤπειρόνδε
ἤπειρος
ἠπεροπεύς
ἠπεροπευτά
View word page
ἦξε
3 sing. aor. ἄγνυμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἦξε
Headword (normalized):
ἦξε
Headword (normalized/stripped):
ηξε
IDX:
4608
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4609
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἄγνυμι.</p>'}