Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄλθομαι
ἁλιυής
ἀλίαστος
ἀλίγκιος
ἁλιεύς
ἁλιμυρήεις
ἅλιος
ἅλιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἅλις
ἁλίσκομαι
ἀλιταίνω
ἀλιτήμων
ἀλιτρός
ἄλκαρ
ἀλκή
ἄλκιμος
ἀλκτήρ
View word page
ἁλίπλοος
[ἅλς1 + πλέω.]
ShortDef
covered with water; sailing the sea, (n.) fisherman
Debugging
Headword:
ἁλίπλοος
Headword (normalized):
ἁλίπλοος
Headword (normalized/stripped):
αλιπλοος
IDX:
459
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.460
Key:
Data
{'content': '<p>[ἅλς1 + πλέω.]</p>'}