Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἤνασσε
ἥνδανε
ἤνεικε
ἠνεμόεις
ᾔνησε
ἡνία
ἡνίκα
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνίοχος
ἠνίπαπε
ἦνις
ἦνον
ἠνορέη
ἦνοψ
ἤντεον
ἤντετο
ἧντο
ἤνυσε
ἠνώγεα
ἠνώγεον
View word page
ἠνίπαπε

3 sing. aor. ἐνίπτω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠνίπαπε
Headword (normalized):
ἠνίπαπε
Headword (normalized/stripped):
ηνιπαπε
IDX:
4596
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4597
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἐνίπτω.</p>'}