Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἤμων
ἦν
ἐάν
ἠναίνετο
ἤνασσε
ἥνδανε
ἤνεικε
ἠνεμόεις
ᾔνησε
ἡνία
ἡνίκα
ἡνιοχεύς
ἡνιοχεύω
ἡνίοχος
ἠνίπαπε
ἦνις
ἦνον
ἠνορέη
ἦνοψ
ἤντεον
ἤντετο
View word page
ἡνίκα
When: ἡ. ἀγινεῖς αἶγας Od. 22.198.
ShortDef
at which time, when
Debugging
Headword:
ἡνίκα
Headword (normalized):
ἡνίκα
Headword (normalized/stripped):
ηνικα
IDX:
4592
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4593
Key:
Data
{'content': '<p>When: ἡ. ἀγινεῖς αἶγας Od. 22.198.</p>'}