Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλήτης
ἄλθομαι
ἁλιυής
ἀλίαστος
ἀλίγκιος
ἁλιεύς
ἁλιμυρήεις
ἅλιος
ἅλιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἅλις
ἁλίσκομαι
ἀλιταίνω
ἀλιτήμων
ἀλιτρός
ἄλκαρ
ἀλκή
ἄλκιμος
View word page
ἁλιόω

[ἅλιος 2.]

ShortDef

to make fruitless, frustrate, disappoint

Debugging

Headword:
ἁλιόω
Headword (normalized):
ἁλιόω
Headword (normalized/stripped):
αλιοω
IDX:
458
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.459
Key:

Data

{'content': '<p>[ἅλιος 2.]</p>'}