Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἡμερίς
ἥμερος
ἡμέτερόνδε
ἡμέτερος
ἡμέων
ἠμί
ἡμιδαής
ἡμίθεος
ἡμῖν
ἡμιόνειος
ἡμίονος
ἡμιπέλεκκον
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτελής
ἦμος
ἤμυνε
ἠμύω
ἥμων
ἤμων
ἦν
View word page
ἡμίονος

-ου, ὁ, ἡ

[ἡμι- + ὄνος. A half-ass.]

ShortDef

a half-ass

Debugging

Headword:
ἡμίονος
Headword (normalized):
ἡμίονος
Headword (normalized/stripped):
ημιονος
IDX:
4573
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4574
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ, ἡ</p> <p>[ἡμι- + ὄνος. A half-ass.]</p>'}