Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἦμεν
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερίς
ἥμερος
ἡμέτερόνδε
ἡμέτερος
ἡμέων
ἠμί
ἡμιδαής
ἡμίθεος
ἡμῖν
ἡμιόνειος
ἡμίονος
ἡμιπέλεκκον
ἥμισυς
ἡμιτάλαντον
ἡμιτελής
ἦμος
ἤμυνε
ἠμύω
View word page
ἡμίθεος
[ἡμι- + θεός.]
Half-divine, of divine parentage on one side: ἀνδρῶν Il. 12.23.
ShortDef
a half-god, demigod
Debugging
Headword:
ἡμίθεος
Headword (normalized):
ἡμίθεος
Headword (normalized/stripped):
ημιθεος
IDX:
4570
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4571
Key:
Data
{'content': '<p>[ἡμι- + θεός.]</p> <p>Half-divine, of divine parentage on one side: ἀνδρῶν Il. 12.23.</p>'}