Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἦμαρ
ἧμας
ἠμάτιος
ἤμβροτον
ἐγώ
ἠμείψατο
ἡμείων
ἦμεν
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερίς
ἥμερος
ἡμέτερόνδε
ἡμέτερος
ἡμέων
ἠμί
ἡμιδαής
ἡμίθεος
ἡμῖν
ἡμιόνειος
ἡμίονος
View word page
ἡμερίς
ἡ
[ἥμερος. Cf. κραταιός, κραταιΐς.]
ShortDef
the cultivated vine
Debugging
Headword:
ἡμερίς
Headword (normalized):
ἡμερίς
Headword (normalized/stripped):
ημερις
IDX:
4563
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4564
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[ἥμερος. Cf. κραταιός, κραταιΐς.]</p>'}