Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἧμα
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἦμαρ
ἧμας
ἠμάτιος
ἤμβροτον
ἐγώ
ἠμείψατο
ἡμείων
ἦμεν
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμερίς
ἥμερος
ἡμέτερόνδε
ἡμέτερος
ἡμέων
ἠμί
ἡμιδαής
ἡμίθεος
View word page
ἦμεν
1 pl. impf. εἰμί.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἦμεν
Headword (normalized):
ἦμεν
Headword (normalized/stripped):
ημεν
IDX:
4560
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4561
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. impf. εἰμί.</p>'}