Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλήϊος
ἀλήμεναι
ἀλήμων
ἅληται
ἀλητεύω
ἀλήτης
ἄλθομαι
ἁλιυής
ἀλίαστος
ἀλίγκιος
ἁλιεύς
ἁλιμυρήεις
ἅλιος
ἅλιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἅλις
ἁλίσκομαι
ἀλιταίνω
View word page
ἁλιεύς

-ῆος, ὁ

[ἅλιος1.]

ShortDef

fisherman, sailor

Debugging

Headword:
ἁλιεύς
Headword (normalized):
ἁλιεύς
Headword (normalized/stripped):
αλιευς
IDX:
453
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.454
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆος, ὁ</p> <p>[ἅλιος1.]</p>'}