Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἠκόντισαν
ἥκω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἤλασα
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
ἠλᾶτο
ἤλδανε
ἠλέ
ἤλειψε
ἤλεκτρον
ἠλέκτωρ
ἠλεός
ἠλεύατο
ἠλήλατο
ἦλθον
ἠλίβατος
ἤλιθα
ἡλικίη
ἧλιξ
View word page
ἤλειψε

3 sing. aor. ἀλείφω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤλειψε
Headword (normalized):
ἤλειψε
Headword (normalized/stripped):
ηλειψε
IDX:
4530
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4531
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀλείφω.</p>'}