Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἤϊσκε
ἤϊσσον
ἠΐχθη
ἠιών
ἦκα
ἧκα
ἠκαχε
ἠκέσατο
ἤκεστος
ἤκιστος
ἠκόντισαν
ἥκω
ἠλάκατα
ἠλακάτη
ἤλασα
ἠλασκάζω
ἠλάσκω
ἠλᾶτο
ἤλδανε
ἠλέ
ἤλειψε
View word page
ἠκόντισαν

3 pl. aor. ἀκοντίζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠκόντισαν
Headword (normalized):
ἠκόντισαν
Headword (normalized/stripped):
ηκοντισαν
IDX:
4520
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4521
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. ἀκοντίζω.</p>'}