Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄλη
ἀληθείη
ἀλήθην
ἀληθής
ἀλήϊος
ἀλήμεναι
ἀλήμων
ἅληται
ἀλητεύω
ἀλήτης
ἄλθομαι
ἁλιυής
ἀλίαστος
ἀλίγκιος
ἁλιεύς
ἁλιμυρήεις
ἅλιος
ἅλιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἁλίπλοος
View word page
ἄλθομαι
3 sing. aor. ἄλθετο. (ἀπ-)
ShortDef
to become whole and sound, see ἀλθαίνω
Debugging
Headword:
ἄλθομαι
Headword (normalized):
ἄλθομαι
Headword (normalized/stripped):
αλθομαι
IDX:
449
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.450
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἄλθετο. (ἀπ-)</p>'}