Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἠείδη
ἤειρε
ἥλιος
ἦεν
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠέρος
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ἤην
ἠθεῖος
ἤθελον
ἦθος
ἤια
ἠΐθεος
ἤϊκτο
ἤϊξε
ἠϊόεις
ἤϊον
View word page
ἠερόφωνος

[perh. fr. ἀείρω + φωνή. Cf. ἠερέθομαι, μετ-ήορος. Lifting up the voice.]

Thus, loud-voiced.

Epithet of heralds Il. 18.505.

ShortDef

sounding through air, loud-voiced

Debugging

Headword:
ἠερόφωνος
Headword (normalized):
ἠερόφωνος
Headword (normalized/stripped):
ηεροφωνος
IDX:
4497
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4498
Key:

Data

{'content': '<p>[perh. fr. ἀείρω + φωνή. Cf. ἠερέθομαι, μετ-ήορος. Lifting up the voice.]</p> <p>Thus, loud-voiced.</p> <p>Epithet of heralds Il. 18.505.</p>'}