Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἤ
ᾖε
ἠείδη
ἤειρε
ἥλιος
ἦεν
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠέρος
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ἤην
ἠθεῖος
ἤθελον
ἦθος
ἤια
ἠΐθεος
ἤϊκτο
ἤϊξε
View word page
ἠέρος
genit. ἀήρ.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἠέρος
Headword (normalized):
ἠέρος
Headword (normalized/stripped):
ηερος
IDX:
4495
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4496
Key:
Data
{'content': '<p>genit. ἀήρ.</p>'}