Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἡδύς
ἦε
ἤ
ᾖε
ἠείδη
ἤειρε
ἥλιος
ἦεν
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠέρος
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ἤην
ἠθεῖος
ἤθελον
ἦθος
ἤια
ἠΐθεος
View word page
ἠεροειδής
-ές
[ἠερ-, ἀήρ + εἶδος.]
ShortDef
of dark and cloudy look, cloud-streaked
Debugging
Headword:
ἠεροειδής
Headword (normalized):
ἠεροειδής
Headword (normalized/stripped):
ηεροειδης
IDX:
4493
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4494
Key:
Data
{'content': '<p>-ές</p> <p>[ἠερ-, ἀήρ + εἶδος.]</p>'}