Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἡδύποτος
ἡδύς
ἦε
ᾖε
ἠείδη
ἤειρε
ἥλιος
ἦεν
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠέρος
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ἤην
ἠθεῖος
ἤθελον
ἦθος
ἤια
View word page
ἠέριος

(ἠϝέριος)

[ἀϝερ-. Cf. ἠώς, ἄριστον, αὔριον, ἦρι, λ. aurora.]

With the early morning: ἠερίη ἀνέβη οὐρανόν Il. 1.497. Cf. Il. 1.557, Il. 3.7: Od. 9.52.

ShortDef

early, with early morn

Debugging

Headword:
ἠέριος
Headword (normalized):
ἠέριος
Headword (normalized/stripped):
ηεριος
IDX:
4492
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4493
Key:

Data

{'content': '<p>-η</p> <p>(ἠϝέριος)</p> <p>[ἀϝερ-. Cf. ἠώς, ἄριστον, αὔριον, ἦρι, λ. aurora.]</p> <p>With the early morning: ἠερίη ἀνέβη οὐρανόν Il. 1.497. Cf. Il. 1.557, Il. 3.7: Od. 9.52.</p>'}