Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἥδυμος
ἡδύποτος
ἡδύς
ἦε
ᾖε
ἠείδη
ἤειρε
ἥλιος
ἦεν
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠέρος
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ἤην
ἠθεῖος
ἤθελον
ἦθος
View word page
ἠερέθομαι

[ἀείρομαι. Cf. ἠγερέθομαι beside ἀγείρομαι.]

ShortDef

to hang floating

Debugging

Headword:
ἠερέθομαι
Headword (normalized):
ἠερέθομαι
Headword (normalized/stripped):
ηερεθομαι
IDX:
4491
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4492
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀείρομαι. Cf. ἠγερέθομαι beside ἀγείρομαι.]</p>'}