Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλεωρή
ἄλη
ἀληθείη
ἀλήθην
ἀληθής
ἀλήϊος
ἀλήμεναι
ἀλήμων
ἅληται
ἀλητεύω
ἀλήτης
ἄλθομαι
ἁλιυής
ἀλίαστος
ἀλίγκιος
ἁλιεύς
ἁλιμυρήεις
ἅλιος
ἅλιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
View word page
ἀλήτης

-ου, ὁ

[ἄλη.]

ShortDef

a wanderer, stroller, rover, vagabond

Debugging

Headword:
ἀλήτης
Headword (normalized):
ἀλήτης
Headword (normalized/stripped):
αλητης
IDX:
448
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.449
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[ἄλη.]</p>'}