Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἥδομαι
ἦδος
ἡδυεπής
ἥδυμος
ἡδύποτος
ἡδύς
ἦε
ᾖε
ἠείδη
ἤειρε
ἥλιος
ἦεν
ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠέρος
ἠεροφοῖτις
ἠερόφωνος
ἤην
View word page
ἤειρε

3 sing. aor. ἀείρω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤειρε
Headword (normalized):
ἤειρε
Headword (normalized/stripped):
ηειρε
IDX:
4488
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4489
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀείρω.</p>'}