Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἠγορόωντο
ἠδέ
ᾔδεα
ᾔδεε
ἤδη
ᾔδησθα
ἥδομαι
ἦδος
ἡδυεπής
ἥδυμος
ἡδύποτος
ἡδύς
ἦε
ἤ
ᾖε
ἠείδη
ἤειρε
ἥλιος
ἦεν
ἠερέθομαι
ἠέριος
View word page
ἡδύποτος
[ἡδύς + πο-, πίνω.]
ShortDef
sweet to drink
Debugging
Headword:
ἡδύποτος
Headword (normalized):
ἡδύποτος
Headword (normalized/stripped):
ηδυποτος
IDX:
4482
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4483
Key:
Data
{'content': '<p>[ἡδύς + πο-, πίνω.]</p>'}