Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἡγήτωρ
ἠγνοίησε
ἠγοράασθε
ἠγορόωντο
ἠδέ
ᾔδεα
ᾔδεε
ἤδη
ᾔδησθα
ἥδομαι
ἦδος
ἡδυεπής
ἥδυμος
ἡδύποτος
ἡδύς
ἦε
ᾖε
ἠείδη
ἤειρε
ἥλιος
View word page
ἦδος

τό

[cf. ἡδύς.]

ShortDef

delight, enjoyment, pleasure

Debugging

Headword:
ἦδος
Headword (normalized):
ἦδος
Headword (normalized/stripped):
ηδος
IDX:
4479
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4480
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[cf. ἡδύς.]</p>'}