Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἡγεμονεύω
ἡγεμών
ἡγέομαι
ἠγερέθομαι
ἤγερθεν
ἡγηλάζω
ἡγήσομαι
ἡγήτωρ
ἠγνοίησε
ἠγοράασθε
ἠγορόωντο
ἠδέ
ᾔδεα
ᾔδεε
ἤδη
ᾔδησθα
ἥδομαι
ἦδος
ἡδυεπής
ἥδυμος
ἡδύποτος
View word page
ἠγορόωντο

3 pl. impf. ἀγοράομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠγορόωντο
Headword (normalized):
ἠγορόωντο
Headword (normalized/stripped):
ηγοροωντο
IDX:
4472
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4473
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. impf. ἀγοράομαι.</p>'}