Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀλεύατο
ἀλέω
ἀλεωρή
ἄλη
ἀληθείη
ἀλήθην
ἀληθής
ἀλήϊος
ἀλήμεναι
ἀλήμων
ἅληται
ἀλητεύω
ἀλήτης
ἄλθομαι
ἁλιυής
ἀλίαστος
ἀλίγκιος
ἁλιεύς
ἁλιμυρήεις
ἅλιος
ἅλιος
View word page
ἅληται
3 sing. aor. subj. ἅλλομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἅληται
Headword (normalized):
ἅληται
Headword (normalized/stripped):
αληται
IDX:
446
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.447
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. subj. ἅλλομαι.</p>'}