Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλετρίς
ἀλεύατο
ἀλέω
ἀλεωρή
ἄλη
ἀληθείη
ἀλήθην
ἀληθής
ἀλήϊος
ἀλήμεναι
ἀλήμων
ἅληται
ἀλητεύω
ἀλήτης
ἄλθομαι
ἁλιυής
ἀλίαστος
ἀλίγκιος
ἁλιεύς
ἁλιμυρήεις
ἅλιος
View word page
ἀλήμων

-ονος, ὁ

[ἄλη.]

ShortDef

a wanderer, rover

Debugging

Headword:
ἀλήμων
Headword (normalized):
ἀλήμων
Headword (normalized/stripped):
αλημων
IDX:
445
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.446
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος, ὁ</p> <p>[ἄλη.]</p>'}