Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ζεῦγος
ζεφυρίη
Ζέφυρος
ζέω
ζηλήμων
ζητέω
ζόφος
ζυγόδεσμον
ζυγόν
ζωάγρια
ζωγρέω
ζωγρέω
ζωή
ζῶμα
ζώνη
ζώννυμι
ζῶντος
ζωός
ζωρός
ζώς
ζώσατο
View word page
ζωγρέω

[ζωός + ἀγρέω.]

ShortDef

to take alive, revive

Debugging

Headword:
ζωγρέω
Headword (normalized):
ζωγρέω
Headword (normalized/stripped):
ζωγρεω
IDX:
4431
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4432
Key:

Data

{'content': '<p>[ζωός + ἀγρέω.]</p>'}