Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ζαχρηής
ζειαί
ζείδωρος
ζέσσε
ζεύγλη
ζεύγνυμι
ζεῦγος
ζεφυρίη
Ζέφυρος
ζέω
ζηλήμων
ζητέω
ζόφος
ζυγόδεσμον
ζυγόν
ζωάγρια
ζωγρέω
ζωγρέω
ζωή
ζῶμα
ζώνη
View word page
ζηλήμων
-ονος
[ζῆλος, jealousy.]
Jealous, envious: σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες Od. 5.118.
ShortDef
jealous
Debugging
Headword:
ζηλήμων
Headword (normalized):
ζηλήμων
Headword (normalized/stripped):
ζηλημων
IDX:
4425
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4426
Key:
Data
{'content': '<p>-ονος</p> <p>[ζῆλος, jealousy.]</p> <p>Jealous, envious: σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες Od. 5.118.</p>'}