Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ζάθεος
ζάκοτος
ζατρεφής
ζαφλεγής
ζαχρηής
ζειαί
ζείδωρος
ζέσσε
ζεύγλη
ζεύγνυμι
ζεῦγος
ζεφυρίη
Ζέφυρος
ζέω
ζηλήμων
ζητέω
ζόφος
ζυγόδεσμον
ζυγόν
ζωάγρια
ζωγρέω
View word page
ζεῦγος
τό
[ζεύγνυμι.]
ShortDef
a yoke of beasts, a pair of mules, oxen
Debugging
Headword:
ζεῦγος
Headword (normalized):
ζεῦγος
Headword (normalized/stripped):
ζευγος
IDX:
4421
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4422
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>[ζεύγνυμι.]</p>'}