Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἑωσφόρος
ζαής
ζάθεος
ζάκοτος
ζατρεφής
ζαφλεγής
ζαχρηής
ζειαί
ζείδωρος
ζέσσε
ζεύγλη
ζεύγνυμι
ζεῦγος
ζεφυρίη
Ζέφυρος
ζέω
ζηλήμων
ζητέω
ζόφος
ζυγόδεσμον
ζυγόν
View word page
ζεύγλη

-ης, ἡ

[ζευγ-, ζεύγνυμι.]

ShortDef

the strap or loop of the yoke

Debugging

Headword:
ζεύγλη
Headword (normalized):
ζεύγλη
Headword (normalized/stripped):
ζευγλη
IDX:
4419
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4420
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ζευγ-, ζεύγνυμι.]</p>'}