Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔωσι
ἑωσφόρος
ζαής
ζάθεος
ζάκοτος
ζατρεφής
ζαφλεγής
ζαχρηής
ζειαί
ζείδωρος
ζέσσε
ζεύγλη
ζεύγνυμι
ζεῦγος
ζεφυρίη
Ζέφυρος
ζέω
ζηλήμων
ζητέω
ζόφος
ζυγόδεσμον
View word page
ζέσσε

3 sing. aor. ζέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζέσσε
Headword (normalized):
ζέσσε
Headword (normalized/stripped):
ζεσσε
IDX:
4418
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4419
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ζέω.</p>'}