Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐῷ
ἔωθε
ἐῴκει
ἐώλπει
ἕωμεν
ἐῷμι
ἐών
ἐῳνοχόει
ἐώργει
ἕως
ἔωσε
ἔωσι
ἑωσφόρος
ζαής
ζάθεος
ζάκοτος
ζατρεφής
ζαφλεγής
ζαχρηής
ζειαί
ζείδωρος
View word page
ἔωσε
3 sing. aor. ὠθέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔωσε
Headword (normalized):
ἔωσε
Headword (normalized/stripped):
εωσε
IDX:
4407
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4408
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ὠθέω.</p>'}