Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔχεαν
ἐχέθυμος
ἐχεπευκής
ἔχεσκον
ἔχευε
ἐχέφρων
ἐχθαίρω
ἐχθάνομαι
ἔχθιστος
ἐχθοδοπέω
ἔχθος
ἐχθρός
ἔχμα
ἔχραε
ἔχυτο
ἔχω
ἐχώσατο
ἑψιάομαι
ἕψομαι
ἐῶ
ἔω
View word page
ἔχθος

τό.

ShortDef

hate, hatred

Debugging

Headword:
ἔχθος
Headword (normalized):
ἔχθος
Headword (normalized/stripped):
εχθος
IDX:
4386
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4387
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}