Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐφύπερθε
ἔχαδε
ἐχάρη
ἔχεαν
ἐχέθυμος
ἐχεπευκής
ἔχεσκον
ἔχευε
ἐχέφρων
ἐχθαίρω
ἐχθάνομαι
ἔχθιστος
ἐχθοδοπέω
ἔχθος
ἐχθρός
ἔχμα
ἔχραε
ἔχυτο
ἔχω
ἐχώσατο
ἑψιάομαι
View word page
ἐχθάνομαι

[ἔχθος.]

3 sing. aor. ἤχθετο Od. 14.366, Od. 19.338.

Pple. ἐχθόμενος Od. 4.502.

Infin. ἐχθέσθαι Od. 4.756.

(ἀπ-.)

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐχθάνομαι
Headword (normalized):
ἐχθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
εχθανομαι
IDX:
4383
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4384
Key:

Data

{'content': '<p>[ἔχθος.]</p> <p>3 sing. aor. ἤχθετο Od. 14.366, Od. 19.338.</p> <p>Pple. ἐχθόμενος Od. 4.502.</p> <p>Infin. ἐχθέσθαι Od. 4.756.</p> <p>(ἀπ-.)</p>'}