Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐφυβρίζω
ἔφυγες
ἔφυδρος
ἐφύπερθε
ἔχαδε
ἐχάρη
ἔχεαν
ἐχέθυμος
ἐχεπευκής
ἔχεσκον
ἔχευε
ἐχέφρων
ἐχθαίρω
ἐχθάνομαι
ἔχθιστος
ἐχθοδοπέω
ἔχθος
ἐχθρός
ἔχμα
ἔχραε
ἔχυτο
View word page
ἔχευε
3 sing. aor. χέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔχευε
Headword (normalized):
ἔχευε
Headword (normalized/stripped):
εχευε
IDX:
4380
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4381
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. χέω.</p>'}