Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐφομαρτέω
ἐφοπλίζω
ἐφοράω
ἐφορμάω
ἐφορμή
ἐφράσ̔σ̓ατο
ἐφράσθης
ἔφριξε
ἔφυ
ἐφυβρίζω
ἔφυγες
ἔφυδρος
ἐφύπερθε
ἔχαδε
ἐχάρη
ἔχεαν
ἐχέθυμος
ἐχεπευκής
ἔχεσκον
ἔχευε
ἐχέφρων
View word page
ἔφυγες

2 sing. aor. φεύγω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔφυγες
Headword (normalized):
ἔφυγες
Headword (normalized/stripped):
εφυγες
IDX:
4371
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4372
Key:

Data

{'content': '<p>2 sing. aor. φεύγω.</p>'}