Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄλεν
ἀλέν
ἀλεξάνεμος
ἀλεξητήρ
ἀλεξίκακος
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἅλεται
ἀλετρεύω
ἀλετρίς
ἀλεύατο
ἀλέω
ἀλεωρή
ἄλη
ἀληθείη
ἀλήθην
ἀληθής
ἀλήϊος
ἀλήμεναι
ἀλήμων
ἅληται
View word page
ἀλεύατο

3 sing. aor. ἀλέομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλεύατο
Headword (normalized):
ἀλεύατο
Headword (normalized/stripped):
αλευατο
IDX:
436
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.437
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀλέομαι.</p>'}