Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐφίημι
ἐφίημι
ἐφικνέομαι
ἐφίλατο
ἐφίστημι
ἐφόλκαιον
ἐφομαρτέω
ἐφοπλίζω
ἐφοράω
ἐφορμάω
ἐφορμή
ἐφράσ̔σ̓ατο
ἐφράσθης
ἔφριξε
ἔφυ
ἐφυβρίζω
ἔφυγες
ἔφυδρος
ἐφύπερθε
ἔχαδε
ἐχάρη
View word page
ἐφορμή

[ἐφορμάω.]

ShortDef

a way of attack

Debugging

Headword:
ἐφορμή
Headword (normalized):
ἐφορμή
Headword (normalized/stripped):
εφορμη
IDX:
4365
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.4366
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[ἐφορμάω.]</p>'}