Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλεν
ἀλέν
ἀλεξάνεμος
ἀλεξητήρ
ἀλεξίκακος
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἅλεται
ἀλετρεύω
ἀλετρίς
ἀλεύατο
ἀλέω
ἀλεωρή
ἄλη
ἀληθείη
ἀλήθην
ἀληθής
ἀλήϊος
View word page
ἅλεται
3 sing. aor. subj. ἅλλομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἅλεται
Headword (normalized):
ἅλεται
Headword (normalized/stripped):
αλεται
IDX:
433
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.434
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. subj. ἅλλομαι.</p>'}