Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀλέα
ἀλείατα
ἀλείς
ἄλεισον
ἀλείτης
ἄλειφαρ
ἀλείφω
ἄλεν
ἀλέν
ἀλεξάνεμος
ἀλεξητήρ
ἀλεξίκακος
ἀλέξω
ἀλέομαι
ἅλεται
ἀλετρεύω
ἀλετρίς
ἀλεύατο
ἀλέω
ἀλεωρή
ἄλη
View word page
ἀλεξητήρ

-ῆρος, ὁ

[ἀλέξω.]

ShortDef

one who keeps off (LSJ ἀλεξήτειρα)

Debugging

Headword:
ἀλεξητήρ
Headword (normalized):
ἀλεξητήρ
Headword (normalized/stripped):
αλεξητηρ
IDX:
429
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.430
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[ἀλέξω.]</p>'}